- καταξέσματα
- καταξέσματαchipsneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μύγμα — μύγμα, τὸ (Α) 1. μούγκρισμα 2. στον πληθ. (κατά τον Ησύχ.) «μύγματα καταξέσματα». [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μυγ τού μύζω (Ι) «μουγκρίζω, βογγώ» + κατάλ. μα (πρβλ. μυγμός)] … Dictionary of Greek